αλατοπίπερο

αλατοπίπερο
το
αλάτι και πιπέρι σε μείγμα είτε χωριστά· μτφ., εμπλουτισμός μιας διήγησης με φανταστικά γεγονότα: Στις διηγήσεις του έβαζε και αλατοπίπερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”