- αλατοπίπερο
- τοαλάτι και πιπέρι σε μείγμα είτε χωριστά· μτφ., εμπλουτισμός μιας διήγησης με φανταστικά γεγονότα: Στις διηγήσεις του έβαζε και αλατοπίπερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.